μεσημεριανός — ή, ό αυτός που ανήκει στο μεσημέρι ή γίνεται το μεσημέρι: Μεσημεριανό γεύμα. – Μεσημεριανός ύπνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσημβρινός — Πρόκειται για τη νοητή γραμμή της γήινης σφαίρας, όλα τα σημεία της οποίας έχουν το ίδιο γεωγραφικό μήκος· αυτή η νοητή γραμμή διέρχεται από τους δυο πόλους της Γης. Εξαιτίας της ελλειψοειδούς περιστροφής της Γης, οι γήινοι μ. είναι επίπεδες… … Dictionary of Greek
μεσημεριάτικος — η, ο 1. ο μεσημεριανός 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) μεσημεριάτικα και μεσημεριάτικο κατά το μεσημέρι, μέσα στο μεσημέρι, το καταμεσήμερο («πήγαν μεσημεριάτικα για επίσκεψη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσημέρι + επίθημα ατικος (πρβλ. ανοιξι άτικος,… … Dictionary of Greek
μεσημερινός — ή, ο (ΑM μεσημερινός, ή, όν) νεοελλ. μσν. μεσημεριανός αρχ. (ποιητ. τ.) μεσημβρινός … Dictionary of Greek
μεσημερνός — ή, ό βλ. μεσημεριανός … Dictionary of Greek
χθεσινομεσημεριανός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεσημέρι τής προηγούμενης ημέρας, αυτός που έγινε ή συνέβη χθες το μεσημέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθεσινός + μεσημεριανός] … Dictionary of Greek
μεσημβρινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεσημέρι, ο μεσημεριανός: Μεσημβρινός ύπνος. 2. αυτός που είναι στραμμένος προς τη μεσημβρία, προς το νότο: Μεσημβρινό δωμάτιο. 3. αυτός που κατοικεί στο νότο: Μεσημβρινοί λαοί. ο (αστρον.), ο μέγιστος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσημεριάτικος — η, ο ο μεσημεριανός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)